- παρακατέβαλε
- παρακαταβάλλωthrow down besideaor ind act 3rd sgπαρακατέβᾱλε , παρακαταβάλλωthrow down besideaor ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακαταβάλλω — Α 1. ρίχνω κάτω, καταθέτω κάτι πλησίον, ξεφορτώνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι 2. (ως δικανικός όρος) εγείρω ιδιαίτερες αξιώσεις σχετικά με κληρονομιά ή με περιουσία, η οποία δημεύθηκε ή κηρύχθηκε επίδικη καταθέτοντας ταυτόχρονα ένα ποσό χρημάτων… … Dictionary of Greek